Λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τὴν 8η Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς πανηγυρίζει «τὸ Γενέθλιόν της Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας». Διὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὰ Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγῆ ἁπλώνεται γύρω ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Ἐλάχιστοι εἶναι καὶ οἱ λόγοι της, ποὺ διεσώθησαν. Ἀρκεῖ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ἡ προτροπὴ πρὸς τοὺς ὑπηρέτες κατὰ τὸ θαῦμα ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἂν λέγη (ὁ Χριστὸς) ὑμίν, ποιήσατε» (Ἰω. 2, 5) εἶναι οἱ τελευταῖοι της λόγοι, ποὺ ἀναφέρουν τὰ Εὐαγγέλια. Ἀπὸ τότε (τὸ θαῦμα ἔγινε στὶς ἀρχὲς τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου) καὶ στὸ ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε μὲ σιωπὴ τὴν δράσι τοῦ Υἱοῦ της καὶ σιωπηλὴ ἔπνιξε τὸν πόνο τῆς κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό Του. Τὰ κενὰ τῶν Εὐαγγελίων περὶ τοῦ βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν οἱ ἀπόκρυφοι διηγήσεις. Αὐτές, γραμμένες ἀπὸ εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καὶ πλουτισμένες ἀπὸ τὴν φαντασία τῶν, δίδουν πληροφορίες διὰ τὴν Γέννησή της, τὴν παιδική της ἡλικία, τὴν Κοίμησή της. Ἡ Ἐκκλησία πῆρεν ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ τὶς παραδόσεις, ποὺ θεώρησε ἀληθινὲς καὶ τὶς διεφύλαξε στὶς ἑορτές, τοὺς ὕμνους, τὶς εἰκόνες, ποὺ ἔγιναν μὲ τὸ ὑλικὸ τῶν. Μία ἀπὸ τὶς ἀπόκρυφες διηγήσεις εἶναι...τὸ «Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου», τὸ ὁποῖο διηγεῖται μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεομήτορος. Ἀπὸ αὐτὸ μανθάνομε τὰ ὀνόματα τῶν γονέων της, ποὺ εἶναι Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, τὴν ἀτεκνία τῶν, τὴν καταγωγὴ τοῦ Ἰωακεὶμ ἀπὸ τὸ βασιλικὸ γένος τοῦ Δαβὶδ κ. α. Ἐδῶ βλέπομε τὴν θλίψη καὶ τὰ δάκρυα τοῦ ἀνδρογύνου διὰ τὴν ἀτεκνία του, καθὼς καὶ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς νηστεῖες τοῦ διὰ τὴν ἀπόκτηση τέκνου.

Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας (Τοῦ Χρήστου Γ. Γκότση) Oβυζαντινὸς ἁγιογράφος τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἀκολουθεῖ στὴν ἔνταξη τῶν σχετικῶν σκηνῶν τὸ ἀπόκρυφο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου διὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴ θαυματουργικὴ Γέννησι τῆς Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως ὅμως μένει πιστὸς στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν βλέπομε στὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Διὰ τοῦτο ἐνῶ εἰκονίζει τὴν Θεοτόκο ἐντὸς λίκνου, ὡς βρέφος ἐσπαργανωμένον, δὲν παραλείπει νὰ ἐπιγράψει ὑπεράνω της κεφαλῆς τῆς τὰ συνήθη συμπιλήματα ΜΡ - ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ). Σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ τροπάρια τόσον τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅσον καὶ τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται ὅτι ἡ γεννηθεῖσα ἢ συλληφθεῖσα παιδίσκη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Στὴν εἰκόνα, δεσπόζει ἡ μορφὴ τῆς Ἁγίας Ἄννης, ποὺ εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στὸ κρεββάτι. Μὲ τὴν ἀριστερά της χείρα, ποὺ μόλις προβάλλει ἀπὸ τὸ ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τὴν κεκλιμένη κεφαλή της. Οἱ εὐσεβεῖς σκέψεις, στὶς ὁποῖες ἔχει βυθισθεῖ, λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος, διαβάζονται στὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.
Στὸ μέσον της εἰκόνος εἰκονίζονται οἱ ὑπηρέτριες, αἳ «παιδίσκαι», ποὺ σπεύδουν νὰ δώσουν φαγητὸ στὴ λεχῶ καὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νὰ εἶναι ἡ Ἰουδίθ,τὴν ὁποία κάτ ὄνομα ἀναφέρει τὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες μεὲ ριπίδιο κάμνει ἀέρα στὴν Ἄννα.
Ἡ σκηνὴ στὸ ἄνω ἀριστερὸ μέρος τῆς εἰκόνος ἔχει ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης μετὰ τὴν ἀναγγελία ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου περὶ ἀποκτήσεως τέκνου. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἐναγκαλίζονται καὶ ἀσπάζονται στὴν πύλη τοῦ σπιτιολυ τῶν (ἢ στὴν Χρυσὴ πύλη τῆς πόλεως). Ἡ Ἁγία Ἄννα λέγει στὸν ἄνδρα της, κατὰ τὸ Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς εὐλόγησε μὲ σφόδρα…».
Στὸ δεξιὸ μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ Ἰωακεὶμ σὲ στάση προσευχῆς. Σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὴ στιγμὴ τὸν εὐρῆκε ὁ ἄγγελος, ποὺ τοῦ μετέφερε τὴν χαρμόσυνη εἴδηση. Ὁ Ἰωακεὶμ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα του πρὸς αὐτὴν καὶ συνομιλεῖ μαζί της.
Πλησίον της νεογεννήτου Παναγίας κάθεται γνέθουσα μία παιδίσκη. Στὴν ὅλη εἰκόνα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς. Τὰ χρώματα τῶν ἐνδυμάτων καὶ τῶν ἀρχιτεκτονημάτων εἶναι ζωηρά, τὰ πρόσωπα φωτεινά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στὴ γέννηση τέκνου ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀναμονῆς.
Κλείνομε τὴν ἀνάλυση τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μὲ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ «Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου»:
«Ὢ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα τὸ σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τὸν τῆς φύσεως νόμον, τὴν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπὲρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γὰρ τῷ κόσμω Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καὶ ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνη φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπὲρ ἀγγέλους καὶ τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὢ θυγάτριον ὡραιότατον καὶ γλυκύτατον· ὢ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυὲν ἐξ εὐγενεστάτης καὶ βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὢ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυὲν καὶ εὐωδίας θείας πληρῶσαν τὰ σύμπαντα. Ὢ θύγατερ Ἀδὰμ καὶ μήτηρ Θεοῦ.Μακαρία ἡ ὀσφὺς καὶ ἡ γαστὴρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἳ ἀγκάλαι αἳ σὲ ἐβάστασαν καὶ χείλη τὰ τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τὰ γονικά, ἴνα ἢς ἐν πάσιν ἀειπαρθενεύουσα».
Στὴν εἰκόνα, δεσπόζει ἡ μορφὴ τῆς Ἁγίας Ἄννης, ποὺ εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στὸ κρεββάτι. Μὲ τὴν ἀριστερά της χείρα, ποὺ μόλις προβάλλει ἀπὸ τὸ ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τὴν κεκλιμένη κεφαλή της. Οἱ εὐσεβεῖς σκέψεις, στὶς ὁποῖες ἔχει βυθισθεῖ, λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος, διαβάζονται στὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.
Στὸ μέσον της εἰκόνος εἰκονίζονται οἱ ὑπηρέτριες, αἳ «παιδίσκαι», ποὺ σπεύδουν νὰ δώσουν φαγητὸ στὴ λεχῶ καὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νὰ εἶναι ἡ Ἰουδίθ,τὴν ὁποία κάτ ὄνομα ἀναφέρει τὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες μεὲ ριπίδιο κάμνει ἀέρα στὴν Ἄννα.
Ἡ σκηνὴ στὸ ἄνω ἀριστερὸ μέρος τῆς εἰκόνος ἔχει ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης μετὰ τὴν ἀναγγελία ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου περὶ ἀποκτήσεως τέκνου. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἐναγκαλίζονται καὶ ἀσπάζονται στὴν πύλη τοῦ σπιτιολυ τῶν (ἢ στὴν Χρυσὴ πύλη τῆς πόλεως). Ἡ Ἁγία Ἄννα λέγει στὸν ἄνδρα της, κατὰ τὸ Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς εὐλόγησε μὲ σφόδρα…».
Στὸ δεξιὸ μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ Ἰωακεὶμ σὲ στάση προσευχῆς. Σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὴ στιγμὴ τὸν εὐρῆκε ὁ ἄγγελος, ποὺ τοῦ μετέφερε τὴν χαρμόσυνη εἴδηση. Ὁ Ἰωακεὶμ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα του πρὸς αὐτὴν καὶ συνομιλεῖ μαζί της.
Πλησίον της νεογεννήτου Παναγίας κάθεται γνέθουσα μία παιδίσκη. Στὴν ὅλη εἰκόνα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς. Τὰ χρώματα τῶν ἐνδυμάτων καὶ τῶν ἀρχιτεκτονημάτων εἶναι ζωηρά, τὰ πρόσωπα φωτεινά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στὴ γέννηση τέκνου ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀναμονῆς.
Κλείνομε τὴν ἀνάλυση τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μὲ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ «Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου»:
«Ὢ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα τὸ σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τὸν τῆς φύσεως νόμον, τὴν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπὲρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γὰρ τῷ κόσμω Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καὶ ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνη φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπὲρ ἀγγέλους καὶ τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὢ θυγάτριον ὡραιότατον καὶ γλυκύτατον· ὢ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυὲν ἐξ εὐγενεστάτης καὶ βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὢ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυὲν καὶ εὐωδίας θείας πληρῶσαν τὰ σύμπαντα. Ὢ θύγατερ Ἀδὰμ καὶ μήτηρ Θεοῦ.Μακαρία ἡ ὀσφὺς καὶ ἡ γαστὴρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἳ ἀγκάλαι αἳ σὲ ἐβάστασαν καὶ χείλη τὰ τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τὰ γονικά, ἴνα ἢς ἐν πάσιν ἀειπαρθενεύουσα».
Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς Ἦχος δ' Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάση τὴ οἰκουμένη· ἔκ σοὺ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν·καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἠμὶν ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Προσεγγίσεις στὴν ἑορτὴ.

Ἡ Παναγία μᾶς εἶναι «ὁ καρπὸς τῶν κτισμάτων» κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδὴ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο κατατείνει ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅπως τὸ δένδρο ὑπάρχει γιὰ τὸν καρπό, ἔτσι ἡ κτίση ὑπάρχει γιὰ τὴν Παρθένο καὶ ἡ Παρθένος γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν ἄχραντο Παρθένο. Ὅταν ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἀτενίζοντας πρὸς τὰ δημιουργήματά του, εἶπε ὅτι εἶναι «καλὰ λίαν», οὐσιαστικὰ ἔβλεπε μπροστά του τὸν καρπὸ ὅλης της δημιουργίας, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ ὁ ἔπαινός του ἦταν στὴν πραγματικότητα «εὐφημία τῆς Παρθένου». Κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα εὐεργετεῖται ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς πανάμωμης Δέσποινάς μας. «Τὸ καινότατον αὐτὸ δημιούργημα» δὲν ἦταν ἁπλὰ ἡ καλύτερη γυναίκα στὴν γῆ,οὔτε ἡ καλύτερη γυναίκα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ ἦταν Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, νὰ κάνει τὸν Θεὸ ἄνθρωπο. Ὁ δημιουργὸς Θεὸς Λόγος ἔπλασε τέτοια τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθεῖ, νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὴν τὴν μητέρα του. Ὁ ἀόρατος καὶ ἀθέατος Θεὸς ἔρχεται δὶ' Αὐτῆς ἐπὶ γὴς καὶ γίνεται ὀρατός• ἑνώνεται καὶ κοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση μὲ ἕναν οὐσιαστικότερο καὶ πιὸ ἐνοειδὴ τρόπο. Ἑνώνει διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς του ὅλη τὴν κτίση στὴν ὑπόστασή του καὶ τὴν θεώνει. Ὁ ἀνείδεος καὶ ἀπερίγραπτος Θεὸς λαμβάνει «δούλου μορφὴν»(Φιλιπ. 2,7), ἀνθρώπινη σάρκα καὶ λογικὴ ψυχή, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ περπατᾶ πάνω στὴν γῆ. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» θὰ χωρέσει στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, ὥστε ἡ Παναγία μητέρα του νὰ καταστεῖ ἡ «χώρα τοῦ Ἀχωρήτου».
Σήμερα λύνεται ἡ στειρότητα τῆς Ἄννας καὶ γεννᾶται «τὸ κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Παρόμοιο θαῦμα ἔκανε ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Σάρρα τὴν σύζυγο τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, στὴν Ρεβέκκα τὴν σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ, στὴν Ἄννα τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, στὴν Ἐλισάβετ τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Προδρόμου. Ὅμως διαφέρει κατὰ πολὺ τὸ σημερινὸ θαῦμα.Μπορεῖ τὰ τέκνα τῶν παραπάνω μητέρων, τῶν ὁποίων ἡ μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, νὰ ἦταν ἐνάρετα καὶ ἅγια, ἀλλὰ μόνον ἡ Μαρία -τὸ τέκνο τῆς Ἄννας καὶ τοῦ Ἰωακεὶμ- ἦταν «ἡ κεχαριτωμένη» καὶ κατέστη -τὸ ἀκατάληπτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους- ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία μας δὲν γεννήθηκε ἀπὸ ἄσπιλη ὑπερφυσικὴ σύλληψη, ὅπως λανθασμένα πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ συνάφεια τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας.Λύθηκε δὲ ἡ φυσικὴ στειρότητα τῆς Ἄννας χάρις στὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπάντηση στὶς προσευχὲς τῶν δικαίων Θεοπατόρων.

Οἱ γέροντες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα συνῆλθαν χωρὶς καμμία σαρκικὴ ἕλξη, ἡδονή, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἐπεσφράγισαν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πράξη τοὺς τὴν σωφροσύνη τους. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως ἐν τὴ νηδύι τῆς Ἄννας ἐξ Ἰωακείμ». Τὸ ὅτι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως ἦταν ἁγνός. Γιὰ νὰ ἦταν ὅμως ἡ Παρθένος ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, δηλαδὴ νὰ εἶχε ἄσπιλη σύλληψη, ἔπρεπε νὰ εἶχε γεννηθεῖ παρθενικῶς ὅπως καὶ ὁ Χριστός. Γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὅμως τέτοιο τέκνο οἱ δίκαιοι Θεοπάτορες ἔδειξαν πίστη ἀδίστακτη, ὑπομονὴ ἀλύγιστη, ἔτρεφαν τὴν ἐλπίδα ποὺ δὲν καταισχύνει, εἶχαν μεγάλη καρτερία στὶς προσευχὲς τους• ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους. Καὶ δὲν ὑπόμειναν τὴν ἀτεκνία τους γιὰ λίγο μόνο διάστημα. Ἡ παράδοση λέγει ὅτι μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια στειρότητας ἀπέκτησε ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκο. Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Θεοπατόρων πρέπει νὰ παραδειγματίζει ὅλους μας.
(Περιοδικὸ"Πεμπτουσία" τεῦχος 21)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου