''Τί τὰ μύρα τοῖς δάκρυσι Μαθήτριαι κιρνᾶτε; ὁ λίθος κεκύλισται, ὁ τάφος κεκένωται, ἴδετε τὴν φθοράν, τῇ ζωῇ πατηθεῖσαν, τὰς σφραγῖδας μαρτυρούσας τηλαυγῶς, ὑπνοῦντας δεινῶς τοὺς φύλακας τῶν ἀπειθῶν, τὸ θνητὸν σέσωσται σαρκὶ Θεοῦ, ὁ ᾍδης θρηνεῖ, δραμοῦσαι χαρᾷ, εἴπατε τοῖς Ἀποστόλοις· ὁ νεκρώσας Χριστὸς τόν θάνατον, πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν, ὑμᾶς προάγει εἰς τὴν Γαλιλαίαν''(Δοξαστικό, Εσπερινός Κυριακής Μυροφόρων).
Το πρώτο και κύριο από μία άποψη στοιχείο και χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ότι είναι περίοδος νηστείας. Είναι η πρώτη και μεγάλη και κυρία νηστεία, πού επηρεάζει τη λατρεία της Εκκλησίας ουσιαστικά, όσο καμιά άλλη περίοδος νηστείας. Παλαιότερες νηστείες, πού η αρχή τους φθάνει ως την αποστολική εποχή, είναι οι δύο ήμερες της εβδομάδος πού είναι αφιερωμένες στο πάθος του Κυρίου, η Τετάρτη και η Παρασκευή.
Αντίθετα κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή η ίδια η καθημερινή ακολουθία, τ' αναγνώσματα και η υμνογραφία αποτελούν μία συνεχή υπόμνηση και προτροπή για τη νηστεία.
Οι προπαρασκευαστικές της εβδομάδες φέρουν ονόματα πού προσδιορίζουν την δίαιτα των ημερών αυτών (Άπόκρεω, Τυροφάγου), η πρώτη της εβδομάδα για την καθαρότητα της νηστείας ονομάζεται «Καθαρά Εβδομάς», όλες δέ οι εβδομάδες και οι Κυριακές της αριθμούνται ως A'. Β'. Γ κ.λπ. Κυριακές και Εβδομάδες «των (αγίων) Νηστειών».
Είναι τόσο έντονος δέ ο κατανυκτικός χαρακτήρας και τόσο προβάλλεται η τηρούμενη κατά τις καθημερινές αυστηρή νηστεία, ώστε δεν τελείται κατ’ αυτές του χαρμόσυνο πασχάλιον μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλ' η Θεία Κοινωνία προσφέρεται μετά τον Εσπερινό, δηλαδή πρός του τέλος της ημέρας, πού κατά θεωρία τουλάχιστον διανύεται με πλήρη αποχή τροφής, στα πλαίσια ειδικής κατανυκτικής τελετής, της λεγομένης λειτουργίας των Προηγιασμένων.
Και όχι μόνον αυτό. Η νηστεία της Τεσσαρακοστής καταξιώνεται ως μίμηση αυτού του Κυρίου, πού νήστευε σαράντα μέρες στη έρημο και «ούκ έφαγεν ούδέν έν ταίς ήμέραις έκείναις» (Λουκ. δ’, 2)...
Παράλληλα από τούς πατέρες της Εκκλησίας προβάλλεται η έννοια της τεσσαρακονθήμερου νηστείας ώς προσφορά αυτής της ζωής μας στο Θεό, ώς «αποδεκατώσεως» του ενός έτους (τετρακοσίων περίπου ήμερων).
Θυσία αινέσεως, πού πραγματοποιείται με την εκούσια άρνηση κατά τις ημέρες αυτές των αγαθών και των απολαύσεων του κόσμου τούτου, πού κυρίως συνίστανται στη ακόρεστη και άδιάκριτη βρώση και πόση.
Κι ακόμη πιο πέρα οι ιεροί πατέρες αναζητούν την δικαίωση του θεσμού. Θεωρούν τη νηστεία ως την πρώτη εντολή του Θεού στους πρωτόπλαστους και δι’ αυτών στο γένος των ανθρώπων, «συνηλικιώτη της ανθρωπότητας».
Η εντολή του Θεού στους πρωτόπλαστους ήταν ένα είδος νηστείας· αποχή βρώσεως απ' ένα συγκεκριμένο καρπό. Η παράβαση της περί νηστείας πρώτης εντολής έφερε του θάνατο. Η εκούσια συμμόρφωση στη παράλληλη περί νηστείας εντολή του Θεού διά της Εκκλησίας, γίνεται πηγή ζωής και αιτία σωτηρίας στους πιστούς τηρητές της.
Τέτοια σημασία της αποδίδει η παράδοση της Εκκλησίας. Δεν την βλέπει σαν ένα είδος φακιρισμού, αλλά σαν μίμηση Χριστού, σαν «αποδεκατισμό», σαν θυσία, σαν υπακοή στο σωτήριο και ζωηφόρο θέλημα του Θεού...
Τί άλλο κάνει εδώ και αιώνες η Εκκλησία όταν προβάλλει του θεσμό της νηστείας, κηδόμενη όχι μόνο της πνευματικής, αλλά και της σωματικής υγείας των ανθρώπων;
Και τούτο γιατί ή Εκκλησία, ταμείο πραγματικό της σοφίας του Θεού και της πείρας γενεών και γενεών, δεν καταφρονεί του σώμα, όπως επιπόλαια πολλές φορές λέγεται, αλλά του θεωρεί δώρο και κτήμα του Θεού, «μέλος Χριστού» και «ναό του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. στ’, 15-19).
Ο χριστιανός δεν μισεί την σάρκα του, «άλλ’ εκτρέφει και θάλπει αυτήν, καθώς και ο Κύριος την Εκκλησίαν ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφεσ. ε', 29-30). Δεν απέχει απο τις τροφές απο βδελυγμία, γνωρίζοντας ότι «παν κτίσμα Θεού καλόν, και ούδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον» ( Α’ Τιμ. δ’, 4).
Δεν εξουσιάζεται όμως από τίποτε- «τά βρώματα τη κοιλία και ή κοιλία τοΐς βρώμασιν ô δέ Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει» (Α’ Κορ. στ’, 12-13). Ή σύμμετρη δηλαδή χρήση της τροφής ή η αποχή άπ’ αυτή αποτελούν τρόπο δοξολογίας του Θεού «εν τώ σώματι και εν τώ πνεύματι» του ανθρώπου (Α’ Κορ. στ’, 20).
Έτσι διατηρείται και η ψυχοσωματική ισορροπία του ανθρώπου, αφού η νηστεία δεν είναι μέσο φθοράς του σώματος, άλλ’ αντίθετα παράγων υγείας και ευεξίας, όπως και ή επιστήμη της διαιτολογίας έφθασε σήμερα νά του αναγνωρίζει...
Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προβάλλεται από την Εκκλησία ως περίοδος αγώνος κατά του 'διαβόλου'.
Του 'διαβόλου', όχι ώς απρόσωπου έννοιας του κακού ή της αμαρτίας, αλλά ώς προσωπικής υπάρξεως, όπως ακριβώς τον περιγράφει ή Αγία Γραφή και τον αποδέχεται ή Εκκλησία.
Πρόκειται όχι για κάποια δευτερεύουσα η περιφερειακή διδασκαλία, αλλά για ένα καίριο και κύριο θέμα της Τεσσαρακοστής.
Ο πιστός κατ’ αυτή μάχεται εναντίον του Διαβόλου και αντιμετωπίζει τούς πειρασμούς του περισσότερο απ' όσο κατά τις άλλες περιόδους του έτους. Ο Κύριος νήστεψε σαράντα ημέρες στη έρημο. Κατά τον ίδιο τρόπο και κατά μίμηση εκείνου ο πιστός νηστεύει ίσο αριθμό ημερών.
Οι Ιεροί Ευαγγελιστές, πού αφηγούνται του γεγονός αυτό, συμπληρώνουν ότι ο Κύριος «ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. δ’, 1) ή «ευθέως του Πνεύμα αυτόν εκβάλλει εις την έρημον και ήν εκεί... πειραζόμενος υπό του 'διαβόλου'» (Μαρκ. α’, 12-13) ή «και ήγετο εν τώ Πνεύματι εις την έρημον ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του διαβόλου» (Λουκ. δ’, 1-2).
Ο Ιερός μάλιστα Ματθαίος και ό Λουκάς περιγράφουν τούς τρεις πειρασμούς του Κυρίου και την νικηφόρο έκβαση άπ’ αυτούς. Ο πιστός, κατά μίμηση πάλι του Κυρίου, πειράζεται και νικά. Πολλοί από τούς ασκητές πατέρες προχωρούσαν ακόμη περισσότερο στη μίμηση. Έφευγαν κατά την Τεσσαρακοστή από τις μονές στα σπήλαια και στις ερήμους και εκεί σώμα προς σώμα πάλευαν με τις σατανικές δυνάμεις.
Η έξοδος του πιστού δεν είναι τοπική, αλλά τροπική. Αγωνίζεται τον ίδιο αγώνα μέσα στη κοινωνία και στον «κόσμο», όπου πάντοτε ζει, χωρίς αυτό να μειώνει την ένταση του αγώνα. Πολεμά δέ και νικά με τα ίδια όπλα πού υπέδειξε ο Κύριος, λέγοντας ότι «τούτο του γένος ούκ εκπορεύεται εί μή έν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. Ιζ', 21, Μάρκ. θ’, 29).
Νηστεύει λοιπόν και προσεύχεται, ανθιστάμενος, «στερεός τη πίστει», στον «αντίδικό» μας διάβολο, πού «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πετρ. ε’, 8-9).
Η κατά του 'διαβόλου' αυτή πάλη δεν γίνεται μόνο σ' ατομικό επίπεδο. Ολόκληρη ή Εκκλησία στρατεύεται κατά τις σαράντα αυτές μέρες και διοργανώνει τον αγώνα συλλογικά στα πλαίσια της όλης λατρευτικής της ζωής.
Νηστεύει και προσεύχεται ή θεία παρεμβολή της Εκκλησίας, αντιπαρατασσόμενη με τον τρόπο αυτό στις σκοτεινές δυνάμεις με όπλο δυνάμεως τον σταυρό του Σωτήρος. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι καιροί της προσευχής και εκτείνονται σέ μήκος οι ακολουθίες του νυχθημέρου.
Αυτό δέ γίνεται όχι μόνο στα μοναστήρια, πού σχεδόν ολόκληρος ό χρόνος του ημερονυκτίου καλύπτεται με την τέλεση κατανυκτικότατων ακολουθιών, αλλά και σ’ αυτές τις ενορίες, όπου μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο του σύστημα της λατρείας των μονών.
Κατά την Τεσσαρακοστή οι ενοριακοί ναοί μετατρέπονται κατά κάποιο τρόπο σε καθολικά μονών και οι πιστοί πού ζουν στον κόσμο καλούνται σ' ανάλογη επιστράτευση λατρείας και σε πνευματικό πόλεμο κατά του διαβόλου.«Έπιτηρήσωμεν και ευρήσομεν, της πνευματικής σάλπιγγος σημαινούσης, ορατώς μέν αθροιζομένους αδελφούς, αοράτως δέ συναγομένους τούς εχθρούς... Επαινετόν έργον (η προσευχή). Ό κτησάμενος, και Θεώ πλησιάζει και δαίμονας απελαύνει» (Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 18)...
Ο Κύριος είπε πώς του πονηρό αυτό γένος δεν εκπορεύεται και του κράτος του 'διαβόλου' δεν συντρίβεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία (Ματθ. ιζ', 21, Μάρκ. θ’, 29). Ο ίδιος δέ έδειξε του δρόμο και τον τρόπο πού οδηγεί στη κατά του 'διαβόλου' νίκη στους τρεις πειρασμούς του στη έρημο:
στο να μην υποκύπτει στον πειρασμό της τροφής, γιατί «ούκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», αλλά με του ρήμα του Θεού πού τον ζωοποιοί·
στο να μην πέφτει νά προσκυνήσει τον 'διαβόλου' για νά κερδίσει τ' αγαθά του κόσμου τούτου και την εφήμερη δόξα της γης, αλλά μόνο τον Θεό νά προσκυνεί και αυτόν μόνο νά λατρεύει·
στο νά μήν έκπειράζει Κύριο τον Θεόν του έπαιρόμενος και νομίζοντας τον εαυτό του κέντρο του κόσμου, αλλά νά πολιτεύεται με σωφροσύνη και ταπείνωση (Ματθ. δ’, 1-11, Λουκ. δ’, 1-13).
Αυτές δηλαδή τις αρετές, πού κατ’ εξοχήν καλλιεργεί η Εκκλησία κατά την ιερή περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής· και τούτο γιατί γνωρίζει και τη δύναμη του 'διαβόλου', αλλά και την αδυναμία του έναντι της δυνάμεως του Θεού.
Γιατί δεν έχει την απλοϊκή αντίληψη, ότι ο πόλεμος κατά του 'διαβόλου' είναι ορατός, αλλά αόρατος πόλεμος «πρός τά πνευματικά της πονηριάς εν τοίς έπουρανίοις» ( Έφεσ. ς’, 12), πρός τον διάβολο πού παρουσιάζεται και ενεργεί σαν «άγγελος φωτός», δελεάζοντας και παραπλανώντας τούς αστήρικτους (Β’ Κορ . ια’, 14, Β’ Πέτρ. β’ 14).
Ότι δεν αντιπαρατίθεται, τέλος, με θεαματικό τρόπο και με λόγια, αλλά μέσα στο στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας, της ταπεινώσεως, της μετάνοιας, της κατανύξεως και της συντόνου προσευχής...
Συναφής μ’ αυτόν τον στόχο της Τεσσαρακοστής, αλλά αρκετά διάφορος και αυτοτελής, είναι ή παρομοίωση της περιόδου αυτής πρός στάδιο αθλητικών αγώνων και προς χρόνο ιερόν προπονήσεων και πνευματικών αθλημάτων. Η ιδέα αυτή διαποτίζει ολόκληρη τη σχετική πατερική γραμματεία και την εμπνευσμένη από αυτήν εκκλησιαστική υμνογραφία.
Προσδιορίζει δέ εν πολλοίς αυτή τη δομή και την εξελικτική πορεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και καθορίζει τούς στόχους της.
Ήδη ο απόστολος Παύλος μπορεί να θεωρηθεί ώς κατά κάποιο τρόπο πατέρας του παραλληλισμού αθλητισμού και πνευματικής ζωής. Καλός γνώστης, καθώς φαίνεται, των αθλητικών ενδιαφερόντων της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας και απευθυνόμενος σ’ αυτή, αντλεί εικόνες και παραδείγματα, μιλά για αγώνες και αθλήματα, αθλητές, στεφάνους και βραβεία, καθιστώντας εύληπτα δυσκολότατα θέματα πού αφορούν στη χριστιανική ζωή και στη πνευματική προκοπή του πιστού· στο ίδιο Παύλειο πλαίσιο κινείται και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Παραβάλλεται προς στάδιο πνευματικών αγωνισμάτων, προς άθληση και γυμνάσια, οι πιστοί προς αθλητές, τα πνευματικά επιτεύγματα προς αθλητικούς στόχους και προς βραβεία και νικητήριους στεφάνους.
Ο τονισμός της διακρίσεως των εβδομάδων, η αρίθμηση τους, η προβολή του μέσου και του τέλους πού συστηματικά γίνεται με την υμνογραφία, θυμίζει παροτρύνσεις και επισημάνσεις πού γίνονται σ' αγώνες δρόμου.
Τέλος η έξαρση του Πάσχα και της μετοχής στη χαρά και τη δόξα της εκ νεκρών αναστάσεως, σηματοδοτείται και προβάλλεται ως του ευτυχές τέλος του αθλήματος, ως στέφανος νίκης και θεϊκό βραβείο για τούς χαρούμενους νικητές.
Αυτό του σκοπό εξυπηρετεί και ή προβολή ορισμένων ειδικών περιπτώσεων από του αγιολόγιο της Εκκλησίας, πού κατ’ εξαίρεσιν εορτάζονται κατά την σκυθρωπή περίοδο των νηστειών, όπως του άγιου Θεοδώρου του Τήρωνος, των αγίων Τεσσαράκοντα, του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος και της όσιας Μαρίας της Αιγύπτιας. Πρόκειται για κλασικά παραδείγματα αγωνιστών και νικητών, σέ διάφορους τομείς ο καθένας, πού αθλούνται και κατακτούν βραβεία νίκης από τον στεφοδότη Χριστό.
Μ’ όλα αυτά συνδυάζεται η νηστεία, η εγκράτεια και η εγρήγορση, η νήφη και ή αυτοσυγκέντρωση και η συνδεδεμένη μ’ αυτά αυτοκυριαρχία, ως προϋποθέσεις καλής θελήσεως και υψηλών αθλητικών επιδόσεων. Μόλις είναι ανάγκη να λεχθεί ότι τα πνευματικά αγωνίσματα αφορούν στη ηθική τελείωση του ανθρώπου και στη προαγωγή της εν Χριστώ ζωής, στη επίτευξη δηλαδή της θεώσεως...
Ή αθλητική ορολογία είναι σ’ όλους οικεία και ο θαυμασμός προς τούς πρωταθλητές είναι κοινός τόπος. Ο χριστιανισμός χωρίς ναά καταφρονεί του σώμα και την άσκηση του δίνει την προτεραιότητα στη άσκηση της ψυχής, και χωρίς να υποτιμά τούς αθλητικούς κότινους εξαιρεί τούς αμαράντινους στεφάνους των πνευματικών αγώνων.
Η «σωματική γυμνασία» είναι ωφέλιμος «πρός ολίγον», όσο διαρκεί δηλαδή ο σωματικός βίος μας. Ή πνευματική όμως γυμνασία, η ευσέβεια, «πρός πάντα ωφέλιμος έστίν, επαγγελίας έχουσα ζωής, της νυν και της μελλούσης» (A’ Τιμ. δ’, 8). 01 αθλητές αγωνίζονται «ένα φθαρτόν στέφανον λάβωσι». οι πιστοί αγωνίζονται για να λάβουν τον «άφθαρτο» στέφανον (Α’ Κορ. θ’, 25). Πρόκειται πάντως για τις ίδιες κατηγορίες, την ίδια γλώσσα, για δύο σχήματα πού μπορούν άριστα νά συμπορευτούν...
Σ’ αυτό έγκειται και μία ουσιώδης διαφορά μεταξύ των σταδίων και των γηπέδων και του σταδίου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής: δεν έχει κερκίδες και χώρους για θεατές, για φιλάθλους πού ζητωκραυγάζουν και χειροκροτούν, αλλά όλη είναι στίβος αγωνιζομένων κατά δύναμη και κατά προαίρεση.
Στάδιο, στο όποιο εισέρχονται «οι βουλόμενοι αθλήσαι», αυτοί πού θέλουν ν' αγωνισθούν τον «καλόν αγώνα», και όχι να μείνουν απλά ευλαβείς θεατές και επαινέτες των καλών επιδόσεων των άλλων, με λόγια δηλαδή και ύμνους εγκωμιαστές των αγίων, και όχι σύναθλοι και μιμητές του παραδείγματος τους.
Έλεγε κάποτε κάποιος παλιός αγιορείτης ιερομόναχος, από τούς τελευταίους εκπροσώπους μίας αδάμαστης μικρασιατικής γενιάς- «Ο Χριστός μάς θέλει λεβέντες και παλικάρια», και δεν εννοούσε τίποτα λιγότερο ή τίποτα περισσότερο από εκείνο πού εκφράζει η φαινομενικά κοσμική αυτή εικόνα: Δυνατό και ηρωικό άνθρωπο, γυμνασμένο στο σώμα και στη ψυχή, έτοιμο για αγώνες, για ήττες και για νίκες.
Θα 'θελα να κλείσω με ένα αισιόδοξο μήνυμα.
Αντί να εποδυρόμαστε για τα κακά της εποχής μας, ας δούμε και τα θετικά στοιχεία πού προσφέρει ή εποχή μας, όπως κάθε εποχή. Και ας τα επωφεληθούμε, αντί να καλλιεργούμε την ηττοπάθεια για το σήμερα, εξιδανικεύοντας το από πολλές απόψεις χειρότερο παρελθόν.
Μία τέτοια τακτική είναι και πιο ρεαλιστική και πιο ωφέλιμη για τη σωτηρία και τη δική μας και των αδελφών μας...
<<Ότι δεν είναι ο θάνατος στον οποίο πλησιάζουμε, αλλά ο Χριστός που μας περιμένει για να μας δώσει την ανάσταση και την ζωή>>.
ΠΗΓΗ
Φουντουλης, Ι. Μ. (2002). Τελετουργικά θέματα: ευσχημόνως και κατα ταξιν. τ.2, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ.146κέξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου