Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ο σύγχρονος άνθρωπος( Ιωάννου Μ. Φουντούλη)

''Τί τὰ μύρα τοῖς δάκρυσι Μαθήτριαι κιρνᾶτε; ὁ λίθος κεκύλισται, ὁ τάφος κεκένωται, ἴδετε τὴν φθοράν, τῇ ζωῇ πατηθεῖσαν, τὰς σφραγῖδας μαρτυρούσας τηλαυγῶς, ὑπνοῦντας δεινῶς τοὺς φύλακας τῶν ἀπειθῶν, τὸ θνητὸν σέσωσται σαρκὶ Θεοῦ, ὁ ᾍδης θρηνεῖ, δραμοῦσαι χαρᾷ, εἴπατε τοῖς Ἀποστόλοις· ὁ νεκρώσας Χριστὸς τόν θάνατον, πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν, ὑμᾶς προάγει εἰς τὴν Γαλιλαίαν''(Δοξαστικό, Εσπερινός Κυριακής Μυροφόρων).

Το πρώτο και κύριο από μία άποψη στοιχείο και χαρα­κτηριστικό γνώρισμα της περιό­δου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ότι είναι περίοδος νηστείας. Είναι η πρώτη και μεγάλη και κυ­ρία νηστεία, πού επη­ρεάζει τη λατρεία της Εκκλησίας ουσιαστικά, όσο καμιά άλλη περίοδος νηστείας. Παλαιότερες νηστείες, πού η αρχή τους φθά­νει ως την αποστολική εποχή, είναι οι δύο ήμερες της εβδομάδος πού είναι αφι­ερωμένες στο πάθος του Κυρίου, η Τετάρ­τη και η Παρασκευή.

Αντίθετα κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή η ίδια η καθημερινή ακολουθία, τ' αναγνώσματα και η υμνογραφία αποτελούν μία συνεχή υπό­μνηση και προτροπή για τη νηστεία.

Οι προπαρασκευαστικές της εβδομάδες φέ­ρουν ονόματα πού προσδιορίζουν την δίαιτα των ημερών αυτών (Άπόκρεω, Τυ­ροφάγου), η πρώ­τη της εβδομάδα για την καθαρότητα της νηστείας ονομάζεται «Καθαρά Εβδομάς», όλες δέ οι εβδομάδες και οι Κυριακές της αριθμούνται ως A'. Β'. Γ κ.λπ. Κυριακές και Εβδομάδες «των (αγίων) Νη­στειών».

Είναι τόσο έντονος δέ ο κατανυκτικός χαρακτήρας και τόσο προβάλλεται η τηρούμενη κατά τις καθημερινές αυστηρή νηστεία, ώστε δεν τελείται κατ’ αυτές του χαρμόσυνο πασχάλιον μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλ' η Θεία Κοινωνία προσφέρεται μετά τον Εσπερινό, δηλαδή πρός του τέλος της ημέρας, πού κατά θεωρία τουλάχιστον διανύεται με πλήρη αποχή τροφής, στα πλαίσια ειδικής κατανυκτικής τε­λετής, της λεγομένης λειτουργί­ας των Προηγιασμένων.

Και όχι μόνον αυτό. Η νηστεία της Τεσ­σαρακοστής καταξιώνεται ως μί­μηση αυτού του Κυρίου, πού νήστευε σαράντα μέρες στη έρημο και «ούκ έφαγεν ούδέν έν ταίς ήμέραις έκείναις» (Λουκ. δ’, 2)...

Παράλληλα από τούς πατέ­ρες της Εκκλησίας προβάλλεται η έννοια της τεσσαρακονθήμερου νηστείας ώς προσφορά αυτής της ζωής μας στο Θεό, ώς «αποδεκατώσεως» του ενός έτους (τετρακοσίων περίπου ήμερων).

Θυσία αινέσεως, πού πραγματοποιείται με την εκούσια άρνηση κατά τις ημέρες αυτές των αγαθών και των απολαύσεων του κόσμου τούτου, πού κυρίως συνίστανται στη ακόρεστη και άδιάκριτη βρώση και πόση. 

Κι ακόμη πιο πέρα οι ιεροί πατέρες αναζητούν την δικαίωση του θεσμού. Θεω­ρούν τη νηστεία ως την πρώτη εντολή του Θεού στους πρωτόπλαστους και δι’ αυτών στο γένος των ανθρώπων, «συνηλικιώτη της ανθρωπότητας».

Η εντολή του Θεού στους πρωτόπλαστους ήταν ένα είδος νηστείας· αποχή βρώσεως απ' ένα συγκεκριμένο καρπό. Η παράβαση της περί νη­στείας πρώτης εντολής έφερε του θάνατο. Η εκούσια συμμόρφωση στη παράλληλη περί νηστείας εντολή του Θεού διά της Εκκλη­σίας, γίνεται πηγή ζωής και αιτία σωτηρίας στους πιστούς τηρητές της.

Τέτοια σημασία της αποδίδει η παράδοση της Εκκλησίας. Δεν την βλέπει σαν ένα είδος φακιρισμού, αλλά σαν μίμηση Χριστού, σαν «αποδεκατισμό», σαν θυσία, σαν υπακοή στο σωτήριο και ζωηφόρο θέλημα του Θεού...

Τί άλλο κάνει εδώ και αιώνες η Εκκλησία όταν προβάλλει του θεσμό της νηστεί­ας, κηδόμενη όχι μόνο της πνευ­ματικής, αλλά και της σωματικής υγείας των ανθρώπων;

Και τούτο γιατί ή Εκκλησία, ταμείο πραγ­ματικό της σοφίας του Θεού και της πείρας γενεών και γενεών, δεν καταφρονεί του σώμα, όπως επιπόλαια πολλές φορές λέγεται, αλλά του θεωρεί δώρο και κτήμα του Θεού, «μέλος Χριστού» και «ναό του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. στ’, 15-19).

Ο χριστιανός δεν μισεί την σάρκα του, «άλλ’ εκτρέφει και θάλπει αυτήν, κα­θώς και ο Κύριος την Εκκλησί­αν ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφεσ. ε', 29-30). Δεν απέχει απο τις τρο­φές απο βδελυγμία, γνωρίζοντας ότι «παν κτίσμα Θεού καλόν, και ούδέν απόβλητον μετά ευχαριστί­ας λαμβανόμενον» ( Α’ Τιμ. δ’, 4).

Δεν εξουσιάζεται όμως από τί­ποτε- «τά βρώματα τη κοιλία και ή κοιλία τοΐς βρώμασιν ô δέ Θεός και ταύτην και ταύτα καταργή­σει» (Α’ Κορ. στ’, 12-13). Ή σύμ­μετρη δηλαδή χρήση της τροφής ή η αποχή άπ’ αυτή αποτελούν τρόπο δοξολογίας του Θεού «εν τώ σώματι και εν τώ πνεύματι» του ανθρώπου (Α’ Κορ. στ’, 20).

Έτσι διατηρείται και η ψυχοσω­ματική ισορροπία του ανθρώπου, αφού η νηστεία δεν είναι μέσο φθοράς του σώματος, άλλ’ αντίθετα παράγων υγείας και ευεξίας, όπως και ή επιστήμη της διαιτολογίας έφθασε σήμερα νά του αναγνωρίζει...

Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προβάλλεται από την Εκκλησία ως περίοδος αγώνος κατά του 'διαβόλου'. 

Του 'διαβόλου', όχι ώς απρόσωπου έννοι­ας του κακού ή της αμαρτίας, αλλά ώς προσωπικής υπάρξεως, όπως ακριβώς τον περιγράφει ή Αγία Γραφή και τον αποδέχεται ή Εκκλησία.

Πρόκειται όχι για κάποια δευτερεύουσα η περιφε­ρειακή διδασκαλία, αλλά για ένα καίριο και κύριο θέμα της Τεσ­σαρακοστής. 

Ο πιστός κατ’ αυτή μάχεται εναντίον του Διαβόλου και αντιμετωπίζει τούς πειρα­σμούς του περισσότερο απ' όσο κατά τις άλλες περιόδους του έτους. Ο Κύριος νήστεψε σαρά­ντα ημέρες στη έρημο. Κατά τον ίδιο τρόπο και κατά μίμη­ση εκείνου ο πιστός νηστεύει ίσο αριθμό ημερών.

Οι Ιεροί Ευαγγελιστές, πού αφηγούνται του γεγο­νός αυτό, συμπληρώνουν ότι ο Κύριος «ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. δ’, 1) ή «ευθέως του Πνεύμα αυτόν εκβάλ­λει εις την έρημον και ήν εκεί... πειραζόμενος υπό του 'διαβόλου'» (Μαρκ. α’, 12-13) ή «και ήγετο εν τώ Πνεύματι εις την έρημον ημέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος υπό του διαβόλου» (Λουκ. δ’, 1-2).

Ο Ιερός μάλιστα Ματ­θαίος και ό Λουκάς περιγράφουν τούς τρεις πειρασμούς του Κυρί­ου και την νικηφόρο έκβαση άπ’ αυτούς. Ο πιστός, κατά μίμηση πάλι του Κυρίου, πειράζεται και νικά. Πολλοί από τούς ασκητές πατέρες προχωρούσαν ακόμη πε­ρισσότερο στη μίμηση. Έφευγαν κατά την Τεσσαρακοστή από τις μονές στα σπήλαια και στις ερή­μους και εκεί σώμα προς σώμα πάλευαν με τις σατανικές δυνά­μεις.

Η έξοδος του πιστού δεν είναι τοπική, αλλά τροπική. Αγω­νίζεται τον ίδιο αγώνα μέσα στη κοινωνία και στον «κόσμο», όπου πάντοτε ζει, χωρίς αυτό να μειώ­νει την ένταση του αγώνα. Πο­λεμά δέ και νικά με τα ίδια όπλα πού υπέδειξε ο Κύριος, λέγοντας ότι «τούτο του γένος ούκ εκπορεύ­εται εί μή έν προσευχή και νη­στεία» (Ματθ. Ιζ', 21, Μάρκ. θ’, 29).

Νηστεύει λοιπόν και προ­σεύχεται, ανθιστάμενος, «στερεός τη πίστει», στον «αντίδικό» μας διάβολο, πού «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πετρ. ε’, 8-9).

Η κατά του 'διαβόλου' αυτή πάλη δεν γί­νεται μόνο σ' ατομικό επίπεδο. Ολόκληρη ή Εκκλησία στρατεύε­ται κατά τις σαράντα αυτές μέρες και διοργανώνει τον αγώνα συλλογικά στα πλαίσια της όλης λατρευτικής της ζωής.

Νηστεύει και προσεύχεται ή θεία παρεμβο­λή της Εκκλησίας, αντιπαρατασσόμενη με τον τρόπο αυτό στις σκοτεινές δυνάμεις με όπλο δυνάμεως τον σταυρό του Σωτήρος. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι καιροί της προσευχής και εκτείνονται σέ μήκος οι ακολουθίες του νυχθημέρου.

Αυτό δέ γί­νεται όχι μόνο στα μοναστήρια, πού σχεδόν ολόκληρος ό χρόνος του ημερονυκτίου καλύπτεται με την τέλεση κατανυκτικότατων ακολουθιών, αλλά και σ’ αυτές τις ενορίες, όπου μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο του σύστημα της λατρείας των μονών. 

Κατά την Τεσσαρακοστή οι ενοριακοί ναοί μετατρέπονται κατά κάποιο τρό­πο σε καθολικά μονών και οι πιστοί πού ζουν στον κόσμο κα­λούνται σ' ανάλογη επιστράτευ­ση λατρείας και σε πνευματικό πόλεμο κατά του διαβόλου.

«Έπιτηρήσωμεν και ευρήσομεν, της πνευματικής σάλπιγγος σημαινούσης, ορατώς μέν αθροιζομένους αδελφούς, αοράτως δέ συναγομένους τούς εχθρούς... Επαινετόν έργον (η προσευχή). Ό κτησάμενος, και Θεώ πλησιάζει και δαίμονας απελαύνει» (Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 18)...

Ο Κύριος είπε πώς του πονη­ρό αυτό γένος δεν εκπορεύεται και του κράτος του 'διαβόλου' δεν συντρίβεται παρά μόνο με προ­σευχή και νηστεία (Ματθ. ιζ', 21, Μάρκ. θ’, 29). Ο ίδιος δέ έδειξε του δρόμο και τον τρόπο πού οδη­γεί στη κατά του 'διαβόλου' νίκη στους τρεις πειρασμούς του στη έρημο:

  • στο να μην υποκύπτει στον πειρασμό της τροφής, για­τί «ούκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», αλλά με του ρήμα του Θεού πού τον ζωοποιοί·

  • στο να μην πέφτει νά προσκυνήσει τον 'διαβόλου' για νά κερδίσει τ' αγαθά του κόσμου τούτου και την εφή­μερη δόξα της γης, αλλά μόνο τον Θεό νά προσκυνεί και αυτόν μόνο νά λατρεύει·

  • στο νά μήν έκπειράζει Κύριο τον Θεόν του έπαιρόμενος και νομίζοντας τον εαυτό του κέντρο του κόσμου, αλλά νά πολιτεύεται με σωφρο­σύνη και ταπείνωση (Ματθ. δ’, 1-11, Λουκ. δ’, 1-13).

Αυτές δη­λαδή τις αρετές, πού κατ’ εξοχήν καλλιεργεί η Εκκλησία κατά την ιερή περίοδο της Μεγάλης Τεσσα­ρακοστής· και τούτο γιατί γνω­ρίζει και τη δύναμη του 'διαβόλου', αλλά και την αδυναμία του ένα­ντι της δυνάμεως του Θεού. 

Γιατί δεν έχει την απλοϊκή αντίληψη, ότι ο πόλεμος κατά του 'διαβόλου' είναι ορατός, αλλά αόρατος πό­λεμος «πρός τά πνευματικά της πονηριάς εν τοίς έπουρανίοις» ( Έφεσ. ς’, 12), πρός τον διάβολο πού παρουσιάζεται και ενεργεί σαν «άγγελος φωτός», δελεάζο­ντας και παραπλανώντας τούς αστήρικτους (Β’ Κορ . ια’, 14, Β’ Πέτρ. β’ 14).

Ότι δεν αντιπαρατίθεται, τέλος, με θεαματικό τρόπο και με λόγια, αλλά μέσα στο στά­διο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας, της ταπεινώσεως, της μετάνοιας, της κατανύξεως και της συντόνου προσευχής...

Συ­ναφής μ’ αυτόν τον στόχο της Τεσσαρακοστής, αλλά αρκετά δι­άφορος και αυτοτελής, είναι ή παρομοίωση της περιόδου αυτής πρός στάδιο αθλητικών αγώνων και προς χρόνο ιερόν προπονήσεων και πνευματικών αθλημάτων. Η ιδέα αυτή διαποτίζει ολόκληρη τη σχετική πατερική γραμματεία και την εμπνευσμένη από αυτήν εκκλησιαστική υμνογραφία.

Προσδιορίζει δέ εν πολλοίς αυτή τη δομή και την εξελικτική πο­ρεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και καθορίζει τούς στόχους της.

Ήδη ο απόστολος Παύλος μπο­ρεί να θεωρηθεί ώς κατά κάποιο τρόπο πατέρας του παραλλη­λισμού αθλητισμού και πνευ­ματικής ζωής. Καλός γνώστης, καθώς φαίνεται, των αθλητικών ενδιαφερόντων της ελληνορωμα­ϊκής κοινωνίας και απευθυνόμενος σ’ αυτή, αντλεί εικόνες και παραδείγματα, μιλά για αγώνες και αθλήματα, αθλητές, στεφά­νους και βραβεία, καθιστώντας εύληπτα δυσκολότατα θέματα πού αφορούν στη χριστιανική ζωή και στη πνευματική προκο­πή του πιστού· στο ίδιο Παύλειο πλαίσιο κινείται και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Παραβάλλεται προς στάδιο πνευματικών αγωνισμάτων, προς άθληση και γυ­μνάσια, οι πιστοί προς αθλητές, τα πνευματικά επιτεύγματα προς αθλητικούς στόχους και προς βραβεία και νικητήριους στεφά­νους. 

Ο τονισμός της διακρίσεως των εβδομάδων, η αρίθμηση τους, η προβολή του μέσου και του τέ­λους πού συστηματικά γίνεται με την υμνογραφία, θυμίζει πα­ροτρύνσεις και επισημάνσεις πού γίνονται σ' αγώνες δρόμου.

Τέλος η έξαρση του Πάσχα και της με­τοχής στη χαρά και τη δόξα της εκ νεκρών αναστάσεως, σηματοδοτείται και προβάλλεται ως του ευτυχές τέλος του αθλήματος, ως στέφανος νίκης και θεϊκό βρα­βείο για τούς χαρούμενους νικη­τές.

Αυτό του σκοπό εξυπηρετεί και ή προβολή ορισμένων ειδικών περιπτώσεων από του αγιολόγιο της Εκκλησίας, πού κατ’ εξαίρεσιν εορτάζονται κατά την σκυ­θρωπή περίοδο των νηστειών, όπως του άγιου Θεοδώρου του Τήρωνος, των αγίων Τεσσαράκο­ντα, του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος και της όσιας Μαρίας της Αιγύπτιας. Πρόκειται για κλασι­κά παραδείγματα αγωνιστών και νικητών, σέ διάφορους τομείς ο καθένας, πού αθλούνται και κα­τακτούν βραβεία νίκης από τον στεφοδότη Χριστό.

Μ’ όλα αυτά συνδυάζεται η νηστεία, η εγκρά­τεια και η εγρήγορση, η νήφη και ή αυτοσυγκέντρωση και η συνδεδεμένη μ’ αυτά αυτοκυριαρχία, ως προϋποθέσεις καλής θελήσεως και υψηλών αθλητικών επιδόσεων. Μόλις είναι ανάγκη να λεχθεί ότι τα πνευματικά αγωνίσματα αφορούν στη ηθική τελείωση του ανθρώπου και στη προαγω­γή της εν Χριστώ ζωής, στη επί­τευξη δηλαδή της θεώσεως...

Ή αθλητική ορο­λογία είναι σ’ όλους οικεία και ο θαυμασμός προς τούς πρωταθλη­τές είναι κοινός τόπος. Ο χριστια­νισμός χωρίς ναά καταφρονεί του σώμα και την άσκηση του δίνει την προτεραιότητα στη άσκηση της ψυχής, και χωρίς να υποτιμά τούς αθλητικούς κότινους εξαιρεί τούς αμαράντινους στεφάνους των πνευματικών αγώνων.

Η «σωματική γυμνασία» είναι ωφέλιμος «πρός ολίγον», όσο διαρκεί δηλαδή ο σωματικός βίος μας. Ή πνευματική όμως γυμνασία, η ευσέβεια, «πρός πάντα ωφέλιμος έστίν, επαγγελίας έχουσα ζωής, της νυν και της μελλούσης» (A’ Τιμ. δ’, 8). 01 αθλητές αγω­νίζονται «ένα φθαρτόν στέφανον λάβωσι». οι πιστοί αγωνίζο­νται για να λάβουν τον «άφθαρτο» στέφανον (Α’ Κορ. θ’, 25). Πρόκειται πάντως για τις ίδιες κατηγορίες, την ίδια γλώσσα, για δύο σχήματα πού μπορούν άρι­στα νά συμπορευτούν...

Σ’ αυτό έγκειται και μία ουσιώδης διαφορά μεταξύ των σταδίων και των γηπέδων και του σταδίου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής: δεν έχει κερκίδες και χώρους για θεατές, για φιλάθλους πού ζητωκραυ­γάζουν και χειροκροτούν, αλλά όλη είναι στίβος αγωνιζομένων κατά δύναμη και κατά προαίρε­ση.

Στάδιο, στο όποιο εισέρχονται «οι βουλόμενοι αθλήσαι», αυτοί πού θέλουν ν' αγωνισθούν τον «καλόν αγώνα», και όχι να μεί­νουν απλά ευλαβείς θεατές και επαινέτες των καλών επιδόσεων των άλλων, με λόγια δηλαδή και ύμνους εγκωμιαστές των αγίων, και όχι σύναθλοι και μιμητές του παραδείγματος τους.

Έλεγε κάπο­τε κάποιος παλιός αγιορείτης ιε­ρομόναχος, από τούς τελευταίους εκπροσώπους μίας αδάμαστης μι­κρασιατικής γενιάς- «Ο Χριστός μάς θέλει λεβέντες και παλικά­ρια», και δεν εννοούσε τίποτα λι­γότερο ή τίποτα περισσότερο από εκείνο πού εκφράζει η φαινομενι­κά κοσμική αυτή εικόνα: Δυνατό και ηρωικό άνθρωπο, γυμνασμέ­νο στο σώμα και στη ψυχή, έτοιμο για αγώνες, για ήττες και για νίκες.

Θα 'θελα να κλείσω με ένα αισιόδοξο μήνυμα.

Αντί να εποδυρόμαστε για τα κακά της εποχής μας, ας δούμε και τα θετι­κά στοιχεία πού προσφέρει ή επο­χή μας, όπως κάθε εποχή. Και ας τα επωφεληθούμε, αντί να καλ­λιεργούμε την ηττοπάθεια για το σήμερα, εξιδανικεύοντας το από πολλές απόψεις χειρότερο παρελ­θόν.

Μία τέτοια τακτική είναι και πιο ρεαλιστική και πιο ωφέλιμη για τη σωτηρία και τη δική μας και των αδελφών μας...

<<Ότι δεν είναι ο θάνατος στον οποίο πλησιάζουμε, αλλά ο  Χριστός που μας περιμένει για να μας δώσει την ανάσταση και την  ζωή>>.

ΠΗΓΗ

Φουντουλης, Ι. Μ. (2002). Τελετουργικά θέματα: ευσχημόνως και κατα ταξιν. τ.2, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ.146κέξ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου