Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

''Coup de Chance''(Το κτύπημα της Μοίρας)

 Για την πρώτη του ταινία που γυρίστηκε στα γαλλικά, ο Woody Allen προσφέρει- με την Lou de Laâge ​και τον Melvil Poupaud-, στον εαυτό του ένα στιλ άγριου vaudeville, προσόμοιο σ' ένα θεατρικό έργο το οποίο ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά πλαίσια πρότυπα, σατιρίζει τα ήθη με ρυθμό θρίλερ σε φόντο φθινοπωρινό που πλανιέται ανάμεσα στο φως που ξεθωριάζει και τα χρυσά φύλλα.

Παράγεται μια εντελώς ευχάριστη ταινία 96 λεπτών, που χαρακτηρίζεται από μια απλή αλλά λειτουργική σκηνοθεσία, ένα συμπαγές καστ ηθοποιών, τραγικά αστείους διαλόγους και έναν ευχάριστο αφηγηματικό ρυθμό. 

Μια έκπληξη που κόβει την ανάσα στην γλώσσα και το ύφος του Μολιέρου, σ' ένα αστικό κωμικό θρίλερ, ρομαντικό και πικρόχολο με διαλάμποντα συναισθηματικά στοιχεία.

Στα 87 του, ο Woody Allen δεν έχει ξεχάσει τίποτα από τις αρχές του. Στην Πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, αυτή η 50η ταινία του σκηνοθέτη της Annie Hall θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κι η τελευταία του.

Ωστόσο, άφησε στον εαυτό του κάποιες επιλογές εξόδου «σε περίπτωση που έρθει κάποιος να τον βρει με μια νέα χρηματοδότηση…».

Μετά το απογοητευτικό Φεστιβάλ του Ρίφκιν (2020), δεν περίμεναν πολλά από τον ηλικιωμένο Νεοϋορκέζο σκηνοθέτη.

Το ''Coup de Chance'' προσφέρει όμορφα χρώματα στο συνολικό έργο του Woody Alleni.

Έκπληξη, γυρισμένη στο Παρίσι, και για πρώτη φορά στη γλώσσα του Μολιέρου, με ντόπιους ηθοποιούς, αυτό το άγριο παραμύθι έχει τον ψεύτικο αέρα της γαλλικής κωμωδίας.

Εδώ, σε κάθε πλάνο, σε κάθε επιλογή σκηνοθεσίας, μοντάζ, μουσικής, βρίσκουμε μια μόνιμη ισορροπία μεταξύ του αξιολύπητου και του αστείου, μεταξύ της απειλής και της ελαφρότητας, έτσι ώστε να γελάμε και να ανατριχιάζουμε ταυτόχρονα χάρη σ'αυτή την απίστευτη αμφιθυμία.

Το ''Coup de Chance'', ένα σαρδόνιο vaudeville που ταλαντεύεται μεταξύ ρομαντισμού και θρίλερ, παρουσιάζει τη Fanny , μια όμορφη νεαρή γυναίκα με πορσελάνινη επιδερμίδα που υποδύεται η Λου ντε Λααγκένς ​​(Jappeloup, Blanche comme neige…).

Δάσκαλος της burlesque κωμωδίας και της κοινωνικής σάτιρας,ο Woody Allen, γίνεται ένας διαυγής ηθικολόγος, εξετάζει τον μικρό κόσμο των πλούσιων Παριζιάνων, ενώ προσφέρει κωμικές ανατροπές.

Ένας καλός παρατηρητής που ξέρει τέλεια πώς να ρέει σε αυτή τη σικ σφαίρα, δημιούργησε έναν σκληρό και στρεβλό μύθο με τη μορφή μιας παραλλαγής με θέμα την τύχη και την ειρωνεία της μοίρας.

Αυτή την ευκαιρία, ακριβώς, ο Woody Allen χρησιμοποιεί στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, σαν ένα χτύπημα κύμβαλου Χιτσκόκ που κλειδώνει την ιστορία σε έναν ορειχάλκινο χώρο, αντηχώντας όλα όσα έχει κάνει πριν.

Συναντάμε, στην 1η Πράξη, τη Fanny, μια νεαρή γυναίκα γύρω στα τριάντα της που εργάζεται σε έναν διάσημο οίκο δημοπρασιών, σε μια γκαλερί στη λεωφόρο Montaigne.

Η Fanny είναι παντρεμένη μ' έναν πλούσιο πενηντάχρονο επιχειρηματία τον Jean (Melvil Poupaud), μα και πιο ζηλιάρη απ' ό,τι είναι λογικό, του οποίου το επάγγελμα παραμένει μυστηριώδες, και το κύριο πάθος είναι το σετ τρένου που καταλαμβάνει ένα ολόκληρο δωμάτιο του ανακτορικού τους σπιτιού.

Η Fanny και ο Jean έχουν τα πάντα για να είναι το ιδανικό μεταμοντέρνο και (νεο-)φιλελεύθερο ζευγάρι. Απ'την άλλη, ο Jean φαίνεται να την θεωρεί ως «τρόπαιό» του και την κανακεύει αναλόγως, κυριολεκτικά τη βρέχει με δώρα.

Περνά τον χρόνο της σε πολυτελείς αίθουσες δημοπρασιών, παρακολουθώντας δεξιώσεις κοκτέιλ ή κυνηγώντας ελάφια από το πολυτελές βουκολικό καταφύγιο του συζύγου

Αλλ' η Fanny ως η σύζυγος θέλει να είναι, όπως στα νιάτα της, επαναστατική και απελευθερωμένη και συνεπώς βαριέται σε αυτόν τον κομψό και φανταχτερό κόσμο των όμορφων γειτονιών του Παρισιού και της εξοχής ή στις κουτσομπολίστικες ίντριγκες της χρηματιοπιστωτικής σνομπ κοινωνίας του Παρισιού.

Μια μέρα, γνωρίζει τυχαία έναν παλιό φίλο του γυμνασίου, τον μποέμ Alain (Niels Schneider), πλέον συγγραφέα και χωρισμένο που ήταν ερωτευμένος μαζί της στο γυμνάσιο.

Χάρις στον μποέμ Alain, η Fanny επανασυνδέεται με μια διαφορετική (και θορυβώδη ρομαντική) πλευρά του Παρισιού και αρχίζει να περιηγείται σε παλαιοβιβλιοπωλεία, να κάνει βόλτες σε πάρκα της πόλης με τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα συζητώντας για τα θέματα της τύχης, του πεπρωμένου και της ειρωνείας και πάντα στο τέλος ενός γεύματος γαλλικής «μπαγκέτας».

Τι υπέροχη τύχη! Φλερτάρουν στο Jardin des Plantes, γευματίζουν και κάνουν βόλτα στους δρόμους του Παρισιού, που έχουν τώρα χρυσές αποχρώσεις. Καταλήγουν να ενδίδουν, η ατμόσφαιρα φλέγεται κάτω από τα δοκάρια ενός δωματίου σοφίτας υπό το στίγμα της απροσεξίας και της επιθυμίας.

Φυσικά, η Fanny συνεχίζει να υποδύεται το υπόδειγμα συζύγου στις μεταμοντέρνες κοινωνικές δεξιώσεις και τα Σαββατοκύριακα κυνηγιού πέρδικας που διοργανώνει ο σύζυγός της.

Ο Melvil Poupaud είναι τέλειος ως επιτηδευμένος, κτητικός σύζυγος, τέλειος ως ένας νεοφιλελεύθερος τόσο καχύποπτος όσο και χειριστικός που είναι έτοιμος εν ψυχρώ να σκοτώσει οποιονδήποτε –πάντα με το κυνηγετικό του τουφέκι–πιθανόν να θέσει σε κίνδυνο τον αστική του ζωή.

Αλλά ο τέλειος αστός πέπρωται να γίνει σύντομα ένας (εξ-)απατημένος σύζυγος.

Ο Poupaud παίζει το ρόλο του επιδέξια, κάνοντας τον χαρακτήρα του ενοχλητικό και σκληρό αρκετά, αλλά και πιο χαζό από τον Ντάφι Ντακ.

Ο Alain και η Fanny απολαμβάνουν την σχέση. 

Αλλά η μεγάλη καμπή στην ταινία συμβαίνει, όταν ο Alain φαίνεται να έχει φύγει από το Παρίσι χωρίς να αφήνει ίχνη.

Η εξαφάνιση του Alain αυξάνει την απόγνωση της Fanny και η μητέρα της (Valérie Lemercier) είναι η μόνη που είναι αποφασισμένη να ερευνήσει περαιτέρω αυτή την ιστορία.

Το χιούμορ και ο σαρκασμός ενσταλάσσονται στην πλοκή κρυφά, ενώ η ταινία μετατρέπεται σε θρίλερ.

Ως έξυπνη μαμά-πενθερά, η Valérie Lemercier είναι αστεία και πικάντικη. Στο ρόλο της εκκολαπτόμενης ερευνήτριας, φέρνει πολύ ρυθμό και σασπένς στην ταινία. 

Τέλος, η μικρή μουσική του Woody Allen είναι εκεί, αστραφτερή σαν σαμπάνια, αλλά με μια πικρία.

Η ταινία είναι ακόμη πιο εκρηκτική σ' οπτικό επίπεδο, η ταινία λάμπει χάρη στη φωτογραφία ενός Ιταλού του Vittorio Storaro, ο οποίος δεν χρειάζεται συστάσεις. 

Εδώ, ο καταφέρνει να δημιουργήσει μια ελκυστική αντίθεση ανάμεσα στη γαλανόλευκη παλέτα του πολυτελούς διαμερίσματος της Fanny και του Jean και στα υπέροχα ζεστά χρώματα των δρόμων της γαλλικής πρωτεύουσας το φθινόπωρο, όπου όλα μπορούν να αλλάξουν.

Η δουλειά του Vittorio στο φως και η γκάμα των χρωμάτων, από ζεστούς και χρυσούς τόνους έως πιο ψυχρές αποχρώσεις, εξυψώνουν την ομορφιά του Παρισιού και συνοδεύουν τη συναισθηματική τροχιά των χαρακτήρων.

Η μουσική, από την πλευρά της, είναι σύμφωνη με την ανάλαφρη διάθεση της ιστορίας και το ρεφρέν του κλασικού «Cantaloupe Island» του Herbie Hancock λειτουργεί ως ένα αναζωογονητικό ενδιάμεσο μεταξύ πολλών σκηνών.

ΠΗΓΗ

iOlivier Delcroix. (2023, September 25). Notre critique de coup de chance: Une fable cruelle et burlesque. LEFIGARO. Retrieved September 29, 2023, from https://www.lefigaro.fr/cinema/notre-critique-de-coup-de-chance-une-fable-cruelle-et-burlesque-20230925

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου