Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

«Μηδέν στα Θρησκευτικά». Ένοχος από την Δ’ Δημοτικού και μετέπειτα!(ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΟΣΚΑΣ)

Όταν διάβαζες στα παιδιά το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά Ποιος έκανε πιπί στον Μισισιπή;, το μικρό παπί, μετά από την έρευνα του καπετάνιου, ομολογούσε: «Eγώ είμαι ο ένοχος, εγώ έκανα πιπί στη μέση του Μισισιπή». Και τα παιδιά χαιρόντουσαν στην επανάληψη και την έμφαση της φωνής σου. Μήπως αυτή η έμφαση έκρυβε άλλες πρότερες ενοχές δικές σου;

Κοιτάς τη φωτογραφία της τάξης μας που έστειλε ο παλιός συμμαθητής, ο Αιμίλιος. Πρέπει να ήταν στην Γ΄ ή την Δ΄ Δημοτικού, στου ’70 τις εποχές. Διάλειμμα. Η κόλαση είναι συνήθως οι άλλοι. Εκείνοι, οι εξυπνότεροι συμμαθητές σε έβαλαν στα αίματα. Ή μήπως ήταν και το ορμέμφυτο του φύλου; Όπως είναι στις γάτες να κυνηγούν ό,τι τρέχει και ό,τι πετά. Έγινε «κόλαση» στο διάλειμμα με τα κορίτσια. Κι εσύ, έπρεπε κάτι στους άλλους ν’ αποδείξεις; Ή όσο εκείνες γελούσαν και χαριεντίζονταν, το πήρες για παρορμητικό παιχνίδι; Μια προεφηβεία να ζητάει το έτερον άγνωστο. Ένας ήλιος λαμπρός να τυφλώνει εκείνη την άνοιξη.

Τελειώνει το διάλειμμα, μπαίνουμε στην τάξη. Πετάγονται χωρίς να χάσουν ευκαιρία τα κορίτσια: «Κυρία, κυρία, ο Τ. στο διάλειμμα μας σήκωνε τις ποδιές». Σε καλεί η δασκάλα μας, η κυρία Κατίνα, ν’ ανεβείς στο «υπερώον», την ξύλινη υπερυψωμένη βαθμίδα για να φθάνουμε τον πίνακα. Και ζητά εξηγήσεις. 

Κι εσύ, κατακόκκινος και απορών για την πράξη, ομολόγησες: «Εγώ, εγώ το άθλιο, εγώ το τόλμησα, εγώ». Ο πέλεκυς της τιμωρίας ήρθε πάραυτα: «Μηδέν στα Θρησκευτικά». Ένοχος από την Δ’ Δημοτικού και μετέπειτα. Κι αν είδες κάτω ικανοποιημένες φατσούλες, σου φάνηκε ταυτόχρονα ότι διέκρινες μια κάποια αμφιβολία πίσω από ματάκια παιχνιδιάρικα. 

Όμως ο χρόνος κάνει τα κέφια του και η μνήμη είναι γελάστρα. Ξεκινούσε μια εποχή εσωτερικής αιμορραγίας, μ’ έναν ήλιο-μεταίχμιο, εκλειπτικό. Μια ενδέκατη εντολή σκοτείνιαζε τον ουρανό. ''Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών''!

Έκτοτε πήρες στης ζωής τον έλεγχο αρκετά μηδενικά, στη θρησκεία ή και την εκάστοτε ηθική. Κάποια τα έβαλες μόνος σου, άλλα ήρθαν από τους άλλους. Και όπως του είπες κυρία δασκάλα – καλή σου ώρα εκείθεν που θε να ’σαι, πράγματι «έχυσε αρκετές φορές στη ζωή του, την καρδάρα με το γάλα». Μήπως ήταν κι ο μόνος; Τι κι αν τον καθησύχασαν αργότερα, πως Άλλος έχει το σφουγγάρι και σβήνει τον μαυροπίνακα, των αμαρτιών;

Κι αν τα αγόρια που συνεχίσαμε στο Γυμνάσιο Αρρένων τότε, είχαμε κάποια επαφή, με τα κορίτσια χαθήκαμε, ξεχαστήκαμε. Χωρίστηκαν τα ερίφια από τα πρόβατα. Γίνονται εξάλλου τα κορίτσια γρηγορότερα γυναίκες κι εμάς τους συνομήλικους, μάλλον ως ανήλικα μας έβλεπαν. Ποιους δρόμους, έγνοιες, χαρές και λύπες να έζησαν κι αυτές; Εύχεσαι, το παιδιάστικο τραύμα το δικό σου, να ήταν η μικρότερη της ζωής τους προσβολή.

Όταν στην Α΄ Γυμνασίου,  είδες την με το κοκκινάδι στο λαγόχειλο έξω απ’ την πόρτα της στον κεντρικό δρόμο, τότε δεν κατάλαβες. Μα να την βγάζει η ίδια της η μάνα έξω – στην πιάτσα, στην πλατεία;

Η Μαρίνα Γ. πάλι, έγινε γνωστή ηθοποιός. Την Α. την έκαναν προξενιό οι δικοί της, στους γονείς του. Είχαν δώσει μόλις αντιπαροχή το σπίτι τους. Αργότερα έγινε υψηλών απαιτήσεων συμβολαιογράφος και πήρε την οικονομική εκδίκησή της σε ό,τι αντι-παρέχεται. Έπειτα ακολουθήσαμε κι εμείς με το πλίνθινο πατρικό. Όμως τότε έγραφες την δεύτερη –ανέκδοτη– ποιητική συλλογή με τίτλο Αντιπαροχές μεσοπολέμου και γελούσες –όπως πάντα– με τη μικρόνοια.

Η Αφροδίτη έχασε νιόπαντρη τον άντρα της, ιπτάμενο πιλότο πολεμικού αεροσκάφους, στο Αιγαίο. Και πόσα άλλα περάσανε στα ψιλά της ζωής και των εφημερίδων τα συμβάντα, που εμείς αγνοούσαμε ενώ άλλες φορές συνεχίσαμε κοιτώντας αλλού.

Τη Μαρία Π. τη συνάντησες μετά σαράντα κοντά χρόνια. Καθηγήτρια της μικρής σου κόρης, προσπαθούσε να διδάξει Χημεία στο καλλιτεχνικό Λύκειο. «Παναγιά», την αποκαλούσε η κυρία Κατίνα κι έτσι ήρεμη, γελαστή κι αξιοπρεπής έμεινε.

Άλλες φορές πάλι, σου έβαλε μηδέν η θρησκεία ως παράπλευρη απώλεια.

Καθόσουν στον Ναό του Αγίου Νικολάου, εκεί που κάποτε ένας λεβέντης παπάς σου απάλυνε πληγές. Ξάφνου, γέρνει ο διπλανός σου και ακουμπάει με άνεση κι αναίδεια την πλάτη του απάνω σου. Να σηκωθείς, δεν ήθελες στη γεμάτη εκκλησία. Τον κοιτάς, άνθρωπος με κοστούμι και γραβάτα. Τι θέλει; – σκέφτεσαι. Αγροίκος ή κάτι άλλο; Έχεις δει πολλά σε αυτούς τους χώρους, ακόμα και με υπεράνω υποψίας· «έχεις κάποιο καλό παιδί να μου πλύνει τα πόδια;» – ζητούσε ο υπεράνω «ιεράρχης» από σεβαστό μας υμνογράφο κι έχασε αυτός τη μιλιά του και το χρώμα του – αλλ’ όχι την πίστη του. Ξανακοιτάς το κοστούμι· ως ειδικός των υφασμάτων το αναγνωρίζεις. Φαιό της ελληνικής χωροφυλακής.

Κι εδώ στα ξένα; Δώρισες βιβλία σου θεολογικού περιεχομένου, πρότεινες να τους χαρίσεις λογοτεχνικά βιβλία σου, να τους φτιάξεις βιβλιοθήκη. Ούτε ευχαριστώ, μήτε και διάθεση για ανάγνωση. Αλλά ούτε και φαιά ουσία. Αγραμματοσύνη και ήθη ελλαδικά της επαρχίας του ’50. «Είμαι εδώ για να σας διαπαιδαγωγώ», είπε σε κήρυγμά του ο 35χρονος ''ρασοαστοιχείωτος''. Τα μνημόσυνα και οι γιορτές με τα σουβλάκια φέρνουν το χρήμα. Και το ποίμνιο –όνομα και πράγμα– να μείνει πρέπει κι αυτό αγράμματο, ήτοι χειραγωγήσιμο· brain regain; – Hélas! Έφυγες και φεύγεις μακριά. Σταμάτησες να ψάχνεις για φραγγέλιο. Μηδέν εις το πηλίκον – και της ψυχής. Τη γλώσσα μέσα σου παλεύεις να κρατήσεις.

Οι περισσότερες χώρες, στα ελληνικά και τα γαλλικά είναι γένους θηλυκού· όπως η θάλασσα, η ποίηση. Στα γερμανικά πάλι είναι ουδέτερες (das Griechenland: το έδαφος (γη) της Ελλάδας), με εξαίρεση την Ελβετία (die Schweiz). Η Ελβετία, είτε διότι έχει θηλυκό τοπίο (die Landschaft στα γερμανικά) ή θηλυκές τραπεζικές θυρίδες (στα ελληνικά…).

Τόσες πατρίδες διάβηκες από τότε την Δ΄ του Δημοτικού. Τόσες ζωές επάλληλες ή παράλληλες. Όλα τα χρόνια, στην Ελλάδα, τη Γαλλία, πάλι στην Ελλάδα και τέλος στη Γερμανία, ένοχος·  εγώ, εγώ ο άθλιος εγώ παντού και πάντα. Χώρες κατοίκησες, γένους θηλυκού. Σηκώνεις τα φουστάνια τους. Και ντρέπεσαι, για σένα και για κείνες. Κρύφτηκε ο ήλιος πάλι. Μηδέν, μηδέν και πάλι μηδέν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου