"Μικροί μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι κι αφήσαν όλο τον ντουνιά με δίχως πορτοφόλι. Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε τσάντες τσουβάλια κουβαλούν κανέναν δε ψηφάνε. Πρωί και βράδυ τρέχουνε στους δρόμους σαν κοράκια πελάτες ψάχνουν για να βρουν να γδάρουνε κορμάκια. Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντα μας για δυο ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας" (ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ, 1941)
Η είσοδος των Γερμανών στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1941, σηματοδοτεί την έναρξη της πείνας και της εξαθλίωσης. Τον χειμώνα του ίδιου έτους, οι άνθρωποι πέφτουν νεκροί στους δρόμους των πόλεων.
Ο κατοχικός στρατός δεσμεύει για τις ανάγκες του κάθε αναλώσιμο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η χώρα στερεύει από τρόφιμα.
Οι άσπονδοι φίλοι και θαυμαστές της Ελλάδας, Γερμανοί τοποτηρητές, διαμαρτύρονται στους ανωτέρους τους ότι οι Έλληνες κατακτημένοι πεθαίνουν από ασιτία και δυσκολεύουν το… έργο της επιτήρησης.
Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, εξέχουσα προσωπικότητα του χιτλερικού περιβάλλοντος, στέλνει στους στρατιωτικούς διοικητές των κατεχόμενων εδαφών μία λάβρα επιστολή, στην οποία αποκαλύπτεται το πραγματικό σχέδιο των κατακτητών: «… δεν σας στείλαμε εκεί για να δουλέψετε για την ευημερία των λαών, που σας εμπιστευτήκαμε, αλλά για να πάρετε όσα περισσότερα μπορείτε, ώστε να μπορέσει να ζήσει ο γερμανικός λαός […] Αυτή η συνεχής έγνοια για τους ξένους πρέπει να τελειώνει μια για πάντα! Καρφί δεν μου καίγεται όταν μου λέτε ότι οι άνθρωποι της ζώνης ευθύνης σας πεθαίνουν από την πείνα! Αφήστε τους να πεθάνουν, εφόσον έτσι δεν λιμοκτονεί κανένας Γερμανός!».